ξε(γ)νοιάζω

ξε(γ)νοιάζω
ξε(γ)νοιάζω
ξέ(γ)νοιασα, ξε(γ)νοιάστηκα, ξε(γ)νοιασμένος
1. παύω να νοιάζομαι, απαλλάσσομαι από έγνοιες, από φροντίδες, αποτελειώνω έργο: Ξέγνοιασα νωρίς σήμερα από τις δουλειές μου.
2. το μέσ., ξε(γ)νοιάζομαι παύω να φροντίζω, αδιαφορώ, μένω ήσυχος: Ξενοιάστηκα κι έκαψα το φαγητό.
ξενοιάζω
ξενοιάζω και ξεγνοιάζω ξένοιασα, ξενοιάστηκα, ξενοιασμένος, παύω να έχω φροντίδες, έγνοιες.  Καθάρισα το σπίτι και ξέγνοιασα. – Κει που 'θελα να ξενοιαστώ πλειότερη έγνοια έχω (Ερωτόκριτος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξενοιάζω — και ξεγνοιάζω και ξεννοιάζω 1. απαλλάσσομαι από φροντίδες και μέριμνες, ησυχάζω («ξένοιασα από τα μαθήματα») 2. τελειώνω κάποια δουλειά, ξεμπερδεύω από κάτι («ξένοιασα από τη συγγραφή τής διατριβής μου») 3. παύω να έχω ανησυχία για κάτι («όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”